παπαγάλισμα

παπαγάλισμα
το [παπαγαλίζω]
παπαγαλισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ψιττακισμός — ο παπαγαλισμός, παπαγάλισμα, το να επαναλαμβάνει κανείς μηχανικά ό,τι λένε οι άλλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”